- διαξιφισμός, ο
- διαξιφισμός, ο, 1. ανταλλαγή χτυπημάτων με ξίφος.2. μτφ., ανταλλαγή επικριτικών, δηκτικών φράσεων σε συζήτηση: Ανταλλάσσουν διαξιφισμούς σε κάθε συνάντησή τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.